- κέαρνα
- κέαρνονcarpenter's axeneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κέρνα — (I) κέρνα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) ἀξίνη». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. τ. αντί κέαρνα, κατά τον Ησύχ. «σίδηρα τεκτονικά» (< κεάζω «σχίζω»)]. (II) κέρνα, ἡ, πληθ. και κέρνα, τὰ (Α) στον πληθ. αἱ κέρναι και τα κέρνα οι πλάγιες εκφύσεις τής… … Dictionary of Greek